- γαλατώνω
- 1. αμετ. наливаться, созревать (о хлебах);2. μετ. кормить грудью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλατώνω — 1. (για τους μαστούς) γεμίζω με γάλα («αρχινάει να γαλατώνει η γίδα») 2. (για τα σιτηρά πριν από την ωρίμανση) αποκτώ γαλακτώδη σύσταση («γαλάτωσαν τα στάχυα») 3. ασβεστώνω, ασπρίζω … Dictionary of Greek
αγαλάτωτος — η, ο [γαλατώνω] 1. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δεν λερώθηκε με γάλα 2. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα 3. (για το χορτάρι) αυτό που δεν συντελεί στην παραγωγή πολλού γάλακτος … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek